- αδίψαστος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που διψά σπάνια: Η καμήλα είναι ζώο σχεδόν αδίψαστο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.